- σφυγμογράφημα
- το -ατος, γραμμικό διάγραμμα του σφυγμού: Το σφυγμογράφημα έδειξε πως η καρδιά του λειτουργεί κανονικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφυγμογράφημα — το, Ν η καταγραφή τών σφυγμών με τη βοήθεια τού σφυγμογράφου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sphygmogramme < sphygmo (< σφυγμός) + gramme, το οποίο αποδόθηκε στην Ελληνική με το γράφημα] … Dictionary of Greek
σφυγμόγραμμα — το, Ν το σφυγμογράφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sphygmogramme (< σφυγμός + γραμμα < γράφω)] … Dictionary of Greek
τρίκροτος — η, ο / τρίκροτος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το τρίκροτο παλαιό πολεμικό ιστιοφόρο πλοίο με τρία επάλληλα πυροβολεία 2. φρ. «τρίκροτος σφυγμός» δίκροτος σφυγμός που ακολοθείται από εκτακτοσυστολή, έτσι ώστε στο σφυγμογράφημα να… … Dictionary of Greek